camp
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. στρατόπεδον, τό, σκηναί, αἱ (Xen. also Ar.) P. τὰ ὅπλα.
break camp: P. ἀνιστάναι τὸ στρατόπεδον, ἀνασκευάζεσθαι, ἀναζευγνύναι.
pitch one's camp: P. στρατοπεδεύεσθαι; see encamp.
P. and V. στρατόπεδον, τό, σκηναί, αἱ (Xen. also Ar.) P. τὰ ὅπλα.
break camp: P. ἀνιστάναι τὸ στρατόπεδον, ἀνασκευάζεσθαι, ἀναζευγνύναι.
pitch one's camp: P. στρατοπεδεύεσθαι; see encamp.