μουγκρίζω

Revision as of 17:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A slobber, or perh. snarl, Anon.in Rh.216.28.

Greek Monolingual

και μουγγρίζω (ΑΜ μουγκρίζω, Μ και μογκρίζω)
1. (για ταύρους και άγρια θηρία) μυκώμαι, βρυχώμαι, αφήνω παρατεταμένη και υπόκωφη φωνή
2. μτφ. για πρόσ.) φωνάζω δυνατά από τους πόνους, ουρλιάζω ή εκπέμπω βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη («μούγκριζε από τον πόνο»)
νεοελλ.
(για φυσικά φαινόμενα και για τη θάλασσα) βουίζω («μουγκρίζει ο άνεμος»)
μσν.
(υβριστικά) ομιλώ, λέγω
αρχ.
1. εκκρίνω σάλιο
2. παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον μυκηθμό μούου τών ταύρων και άλλων ζώων. Η κατάλ. -ρίζω απαντά συχνά σε ηχομιμητικά ρήματα (πρβλ. κακα-ρίζω, νιαουρίζω)
βλ. και λ. μυκῶμαι].