προχέω

Revision as of 19:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A pour forth or forward, π. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, of a river, Il. 21.219, cf. h.Ap.241; ποταμοὶ δ' ἁμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ Pi.P.1.22; πρὶς ὕδατος προχέειν pour in three parts of water first, Hes.Op.596; σπονδὰς προχέαντες Hdt.7.192; πλημοχόας Critias 17D.: metaph., π. ὄπα γλυκεῖαν Pi.P.10.56, cf.IG3.713.4; λίγειαν ὀμφήν Anacreont.41.10:—Pass., pour on or forth, metaph. of large bodies of men pouring over a plain, ἐς πεδίον προχέοντο Il.2.465, cf. 15.360, 21.6, A.R.1.635, etc.; θυσία . . προχυθεῖσα cj. in E.Fr.912.5 (anap.); προχεῖται τὰ λεγόμενα Longin.19; τὰς προκεχυμένας ἄκρας far-projecting, Ph.1.14: later in literal sense, ἵδρωτες προχυθήσονται Antyll. ap. Aët.9.40; αἷμα προχυθέν D.C.42.26, cf. Opp.C.2.39.

German (Pape)

[Seite 799] (s. χέω), hervor- oder herausgießen, herausfließen lassen, ergießen; οὐδέ τί πη δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα, Il. 21, 219, sagt der Flußgott; H. Apoll. 241; τρὶς ὕδατος προχέειν, vorher dreimal vom Wasser ausgießen, Hes. O. 958, wie Pind. P. 1, 22, der auch vrbdt ὄπα προχεόντων ἐμάν, 10, 56, wie ἀοιδήν, Gesang ergießen, v. l., Hes. Th. 83, wie λίγειαν ὀμφάν Anacr. 41, 11; σπονδὰς προχέας, Trankopfer ausgießen, Her. 7, 192; Sp., πολλοὺς ἀμφορέας τῶν βωμῶν προχέων, vor den Altären ausgießen, Hdn. 5, 5, 16. – Uebtr. von großen Menschenschaaren, die sich über ein Gefilde hin verbreiten, im med., τῶν ἔθνεα πολλὰ ἐς πεδίον προχέοντο Il. 2, 465, φαλαγγηδόν 15, 360, πεφυζότες 21, 6; – προχεὑμενος steht Opp. Cyn. 2, 39.

Greek (Liddell-Scott)

προχέω: μέλλ. -χεῶ, χέω πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἰλ. Φ. 219, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 241· οὕτω, ποταμοὶ δ’ ἀμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ (περὶ τῆς Αἴτνης) Πινδ. Π. 1. 43· τρὶς ὕδατος προχέειν, ἐμβάλλειν πρῶτον τρία μέρη ὕδατος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 594· σπονδὰς προχέαι Ἡρόδ. 7. 192, Κριτίας 17· - μεταφορ., πρ. ἀοιδὴν διάφ. γραφ. Ἡσ. Θεογ. 83· ὄπα γλυκεῖαν Πινδ. Π. 10. 87, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 401· λίγειαν ὀμφὴν Ἀνακρεόντ, 41. 11· πρβλ. χέω·-Παθ., ἐκχέομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, «χύνομαι». ἐπὶ μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ἐκχυνομένων ἐπὶ πεδιάδος καὶ καλυπτόντων αὐτήν, ἐς πεδίον προχέοντο Ἰλ. Β. 465, πρβλ. Ο. 360., Φ. 6· θυσία… προχυθεῖσα Εὐρ. Ἀποσπ. 904· ἡ κυριολεκτικὴ σημασ. τοῦ παθ. ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγενεστ., Ὀππ. Κυν. 2. 39, Δίων Κ., κτλ.· προχεῖται τὰ λεγόμενα Λογγῖν. 19· ― τὰς προκεχυμένας ἄκρας, τὰς μακρὰν προεκτεινομένας, Φίλων 1. 14. Πρβλ. προρέω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. προχεῶ, ao. inf. προχέαι;
Pass. ao. part. προχυθείς, pf. part. προκεχυμένος;
répandre, verser, épancher en avant : ῥόον εἰς ἅλα IL faire avancer ses eaux pour aller les verser dans la mer;
Moy. προχέομαι (impf. 3ᵉ pl. προχέοντο) se répandre en avant, au dehors : ἐς πεδίον IL dans une plaine.
Étymologie: πρό, χέω.

English (Autenrieth)

pass. ipf. προχέοντο: pour forth; met., Il. 2.465, etc. (Il.)

English (Slater)

προχέω
   1 pour out ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων (P. 1.22) Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν (P. 10.56)

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. προχεύω, ΜΑ [[χέω, χεύω]]
χύνω, εκβάλλω προς τα εμπρός (α. «αἷμα προχυθέν», Δίων Κάσσ.
β. «σπονδὰς προχέαντες», Ηρόδ.
γ. «προχέειν ῥόον εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. μτφ. α) (για πλήθος ανθρώπων) ξεχύνομαι, καλύπτω έκταση («ἐς πεδίον προχέοντο», Ομ. Ιλ)
β) βγάζω φωνή, εκφωνώ και ακούγεται η φωνή μου (α. «προχεόντων ὄπα γλυκεῑαν», Πίνδ.
β. «προχέειν λίγειαν ὀμφήν», Ανακρεόντ.)
3. παθ. προχέομαι
προεξέχω («τὰς προκεχυμένας ἄκρας», Φίλ.).

Greek Monotonic

προχέω: μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ -έχεα· χύνω μπροστά, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· σπονδὰς προχέαι, σε Ηρόδ.· μεταφ., ὄπα γλυκεῖαν, σε Πίνδ. — μεταφ., λέγεται για μεγάλο πλήθος ανθρώπων που ξεχύνεται πάνω σε μια πεδιάδα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

προχέω: (fut. προχεῶ)
1) изливать (ῥόον εἰς ἅλα Hom.): τρὶς ὕδατος π. Hes. доливать три части воды (к одной части вина); σπονδὰς προχέαι (inf. aor.) Her. совершить возлияния; τῇ προχέοντο φαλαγγηδόν Hom. туда фалангами хлынули (пергамцы);
2) (о звуке) издавать, испускать (ὀμφήν Anacr.; ὄπα γλυκεῖαν Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-χέω met acc. (eerst) uitgieten, (naar voren) doen stromen:; π. ῥόον εἰς ἅλα de stroom in de zee doen uitstromen Il. 21.219; τρὶς ὕδατος π. eerst drie delen water inschenken Hes. Op. 596; π. σπονδάς plengoffers brengen Hdt. 7.192.2; ook med.. μύρον... προχεαμένη τούτῳ ἀλείφεται als zij reukolie over zich heeft uitgegoten wrijft ze zich daarmee in Luc. 39.51. intrans. med.-pass. uitstromen, zich verspreiden:. ἐς πεδίον προχέοντο zij stroomden uit naar de vlakte Il. 2.465.

Middle Liddell

fut. -χεῶ aor1 -έχεα
to pour forth or forward, Il., Pind.; σπονδὰς προχέαι Hdt.:—metaph., ὄπα γλυκεῖαν Pind.:—Pass., metaph. of large bodies of men pouring over a plain, Il.