[ᾱ], ου, ὁ,
A slinger, D.H.20. <*>
ὁ, Αχερμαστήρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμ-άς + επίθημα -ᾱτης / -ήτης (πρβλ. πρῷρ-άτης)].