εὔπλαστος

Revision as of 10:40, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A easy to mould or put into shape, of a broken nose, Hp.Art.39 (Sup.); φύσει ποὺς εὔ. Aristaenet.1.12.    2 easy to mould, ductile, εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R.588d, cf. Ael.NA17.9, Dsc.4.75; φύσις (of sea-water) Arist.GA761a34 (Comp.); ἦθος Pl.Lg.666c (Comp.); of men, impressionable, Arist.Po.1455a33.

German (Pape)

[Seite 1088] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, λόγος κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so ἦθος Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber φύσις εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλαστος: -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης ῥινός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, ἦθος ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ καλῶς πλάττουσα, δίδουσα σχῆμα καὶ μορφήν, φύσις ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à façonner;
Cp. εὐπλαστότερος.
Étymologie: εὖ, πλαστός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπλαστος, -ον)
1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος
2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός
3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση
1. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει μορφή
2. (με παθ. σημ.) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα σχήμα
3. αυτός που τίθεται σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλαστός (< πλάθω)].

Russian (Dvoretsky)

εὔπλαστος:
1) весьма гибкий, очень податливый (κηρός, перен. ἦθος Plat.; νεότης Plut.);
2) способный к творчеству, творческий (οἱ εὐφυεῖς Arst.).