ἀκροβαφής

Revision as of 11:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A tinged at point or slightly, AP6.66 (Paul. Sil.); wetting feet or tip of garment only, Nonn. D.1.65, 48.339.

German (Pape)

[Seite 82] ές, oben eingetaucht, καλάμων ἀκίδες P. Sil. 52 (VI, 66); ταῦρος, der leicht hinschwimmende, Nonn. D. 1, 65; gefärbt, χείλεα Iren. 3 (V, 251).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβᾰφής: -ές, βεβαμμένος τὴν ἄκραν ἢ ὀλίγον, Ἀνθ. Π. 6. 66. ΙΙ. διατρέχων τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ὕδατος, Νόνν. Δ. 1, 65.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 dont l’extrémité seule est mouillée;
2 qui rase la surface de l’eau.
Étymologie: ἄκρος, βάπτω.

Spanish (DGE)

(ἀκροβᾰφής) -ές
mojado ligeramente καλάμων ἀ. ἀκίδας AP 6.66 (Paul.Sil.), el borde de un vestido, Nonn.D.1.65, 48.339, χείλεα AP 5.251 (Iren.).

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροβαφής)
ο λίγο, μόλις βαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -βαφής < βάπτω.

Greek Monotonic

ἀκροβᾰφής: -ές (βαφή), χρωματισμένος, βαμμένος στην άκρη ή λίγο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροβᾰφής:
1) слегка или сверху смоченный (καλάμων ἀκίδες Anth.);
2) слегка окрашенный (χείλεα Anth.).

Middle Liddell

βαφή
tinged at the point, Anth.