ἀπροκάλυπτος

Revision as of 13:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A undisguised. Adv. -πτως Chio Ep.7.3, 13.3.

German (Pape)

[Seite 338] unverdeckt, unverhohlen; Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροκάλυπτος: -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ αὐτοῦ λελυμένως καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπροκάλυπτος, -ον)
ο χωρίς προσχήματα και περιστροφές, ο ειλικρινής («απροκάλυπτη ομολογία»).