ἐκπεπταμένως

Revision as of 14:40, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv., (ἐκπετάννυμι)

   A extravagantly, X.Cyr.8.7.7.

German (Pape)

[Seite 771] ausgelassen, εὐφραίνεσθαι Xen. Cyr. 8, 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεπταμένως: ἐπίρρ., (ἐκπετάννυμι) δαψιλῶς, μεγάλως, εὐφραίνεσθαι ἐκπεπταμένως Ξεν. Κύρ. 8. 7. 7.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec expansion, à cœur ouvert.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἐκπετάννυμι.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἐκπετάννυμι claramente, abiertamente εὐφραίνεσθαι ἐ. X.Cyr.8.7.7.

Greek Monotonic

ἐκπεπταμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπετάννυμι, υπερβολικά, ακόλαστα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεπταμένως: [part. pf. к ἐκπετάννυμι безудержно, неумеренно (εὐφραίνεσθαι Xen.).

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. of ἐκπετάννυμι,]
extravagantly, Xen.