ἐμμήνιος

Revision as of 14:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A monthly: τὰ ἐ. the menses of women, Hp.Nat.Mul.7; ἐ. αἷμα γυναικῶν J.BJ4.8.4.

German (Pape)

[Seite 808] monatlich; τὰ ἐμμ., monatliche Reinigung der Frauen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμήνιος: -ον, ὁ κατὰ μῆνα συμβαίνων· τὰ ἐμμήνια, τὰ ἔμμηνα τῶν γυναικῶν, Ἱππ. 565, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
menstrual γυναικῶν αἷμα I.BI 4.480
medic., subst. τὰ ἐ. menstruación, menstruo ἐπὴν δὲ ἀπολήγῃ τὰ ἐμμήνια Hp.Mul.2.167, cf. 1.11, Gal.11.167, τῶν ἐμμηνίων κάθαρσις Gal.19.454, cf. Epiph.Const.Haer.21.4.1.

Greek Monolingual

ἐμμήνιος, -ον (Α)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμμήνια
η έμμηνος ρύση
αρχ.
αυτός που γίνεται κάθε μήνα.