ες, (στῖον)
A stony, hard, Gal.19.140.
[Seite 945] ες, steinartig, steinigt, Sp.
στῑώδης: -ες, (στῑον) πετρώδης, σκληρός, Λατιν. scru?osus, Γαλην. Λεξ. Ἱππ.
-ῶδες, Α στία / στῑον]πετρώδης, σκληρός.