ατος, τό
A, (εἵργω) fence, guard, Arist.PA658b18 ; τάφου S. Ant.848 (lyr.); obstacle, Hp.Steril.213 ; means of hindering, δυνάμεως Hierocl. in CA24p.473M.
ἕργμα: ατος τό Pind. = ἔργον.
ἕργμα: ατος τό εἵργω ограда, прикрытие, защита Arst.