ἡ,=εὐκηλία,
A rest, peace, Hsch.
[Seite 759] ἡ, Ruhe, Friede, Hesych.
ἑκηλία: ἡ, = εὐκηλία· ― «ἑκηλία· φιλοτησία, εἰρήνη» Ἡσύχ.