φορτίς

Revision as of 11:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, φ. ναῦς ship

   A of burden, merchantman, ἔδαφος νηὸς . . φ. εὐρείης Od.5.250, cf. 9.323, Luc.VH1.11, Aret.SD2.13; φ. alone, D.S.16.6, Jul.Or.5.159d, etc.

German (Pape)

[Seite 1301] ίδος, ἡ, sc. ναῦς, Lastschiff, Frachtschiff, Od. 5, 250. 9, 323; übh. Kauffahrteischiff, ein breites Fahrzeug, im Ggstz der schmalen, langen Kriegsschiffe, Antp. Th. 52. 69 (IX, 215. VII, 287).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. ναῦς;
vaisseau de transport, navire marchand.
Étymologie: φόρτος.

English (Autenrieth)

ίδος (φόρτος): νηῦς, ship of burden, Od. 5.250 and Od. 9.323. (See cut.)

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
φορτηγό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].

Greek Monotonic

φορτίς: -ίδος, ἡ, όπως ναῦς φορτηγός, πλοίο φορτηγό, εμπορικό, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

φορτίς: ίδος ἡ (sc. ναῦς) грузовой (товарный) корабль Hom., Diod., Luc., Anth.

Middle Liddell

φορτίς, ίδος, ἡ,
like ναῦς φορτηγός, a ship of burden, merchantman, Od. [from φόρτος