ὑπεκβάλλω
English (LSJ)
A cast out, reject, AP5.65 (Rufin.). II pass by, ὑπὲκ ποταμοῖο βαλεῖν Ἀμύροιο ῥέεθρα A.R.1.596. III f.l. for ὑπαικάλλω in Plu.2.530d.
German (Pape)
[Seite 1185] (s. βάλλω), von unten, allmälig herauswerfen; Rufin. 33 (V, 66); Plut. vit. pud. 4, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκβάλλω: ἐκβάλλω κρυφίως, ἀπορρίπτω, Πλούτ. 2. 530D, Ἀνθ. Π. 5. 66.
French (Bailly abrégé)
faire sortir ou lancer par-dessous.
Étymologie: ὑπό, ἐκβάλλω.
Greek Monolingual
Α ἐκβάλλω
1. αποβάλλω, εκβάλλω κρυφά
2. διέρχομαι, περνώ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκβάλλω: (незаметно) выгонять, выталкивать (τινά Plut., Anth.).