ὑπερφεύγω

Revision as of 12:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A escape beyond, survive, τὰς ἑπτὰ ἡμέρας Hp.Morb.2.20, cf. 27; in tmesi, οὐκ ἔστιν ὑπὲρ (ὑπὲκ Herm.) θνατὸν φυγεῖν A.Pers. 100(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1203] (s. φεύγω), darüber hinaus kommen u. entfliehen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφεύγω: ἐκφεύγω, διαφεύγω πέραν, ἐπέκεινα, τὰς ἑπτὰ ἡμέρας Ἱππ. 468. 18, πρβλ. 470. 30· ἐν τμήσει, οὐκ ἔστιν ὑπὲρ (Herm. ὑπὲκ) θνατὸν φυγεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 100.

Greek Monolingual

Α
φεύγω πέρα από κάτι, διαφεύγω, ξεφεύγω («ἢν τὰς ἑπτὰ ἡμέρας ὑπερφύγῃ», Ιπποκρ.).