ὀνοθήρας

Revision as of 12:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ὁ, and ὀνό-θουρις, ἡ,

   A oleander, Nerium Oleander, Thphr.HP9.19.1, Dsc.4.117.

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, zw. L. für οἰνοθήρας.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοθήρας: ὀνοθουρίς, ἴδε οἰνοθήρας.

Greek Monolingual

ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α)
το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα].