διακούω

Revision as of 15:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

fut.

   A -ακούσομαι Act.Ap.23.35:—hear out or to the end, τι X.Oec.11.1; πάντα Men.Epit.471: abs., of a court, try out a case, OGI335.71 (Pergam.); hear or learn from another, τινὸς ἄττα Pl.Ep. 338d; παρά τινος Theopomp.Hist.244; δ. τά δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν Arist.Pol.1273a10: c. gen. rei, [λόγων] Pl.Prm.126c; τῶν λεγομένων Plb.6.58.8; περί τινος Id.3.15.4: c. gen. pers., of parties to a dispute, SIG599.20 (Priene), 685.29 (Crete), PGrenf.1.11i8(ii B.C.), Act.Ap.l.c., etc.; δ. μου πρὸς αὐτούς BGU168.28 (ii A.D.), cf.PLond. 3.924.16 (ii A.D.); also, to be a hearer or disciple of, Phld.Rh.1.96S., Plu.Cic.4; τὰ γεωμετρικά τινος D.L.8.86: abs., Phld.Herc.862.3.

German (Pape)

[Seite 583] (s. ἀκούω), durch, d. i. zu Ende anhören, τελέως τινός, Xen. Oec. 11, 1; ταῦτα πάντα, Hier. 7, 11; τινός, Plat. Polit 264 b; τῶν λόγων, Parmen. 126 c; τὸν λόγον, Rep. I, 336 b; παρά τινος. Theop. Ath. XIII, 595 a; bes. = als Schüler zuhören τινός, Plut. Cic. 4; τὰ γεωμετρικὰ τοῦ Ἀρχύτα, D. L. 8, 86; auch μαγικῶν λόγων, Plut. Them. 29; vgl. ἀκούω; – περί τινος, worüber, Pol. 3, 15. 4.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰκούω: μέλλ. -ακούσομαι· (ἴδε ἀκούω)· - ἀκούω ἐντελῶς, ἀκούω μέχρι τέλους, τι Ξεν. Οἰκ. 11, 1, κτλ.· - ἀκούωμανθάνω παρ’ ἄλλου, τι τινος Πλάτ. Πολιτ. 264Β· παρά τινος Θεόπομπ. Ἱστ. 277· δ. τὰ δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 6· - ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, δ. τῶν λόγων Πλάτ. Παρμ. 126C· περί τινος Πολύβ. 3. 15, 4· - ἀλλὰ μετὰ γεν. προσώπου, εἶμαι ἀκροατὴς ἢ μαθητής τινος, Πλούτ. Κικ. 4, πρβλ. Ἐπ. Πλάτ. 338D.

French (Bailly abrégé)

f. διακούσομαι, etc.
I. écouter jusqu’au bout;
II. écouter ou apprendre par l’entremise d’un autre :
1 apprendre qch de la bouche de qqn;
2 suivre les leçons de, être disciple de, gén..
Étymologie: διά, ἀκούω.

Spanish (DGE)

1 oír hasta el final, enterarse bien, o simpl. oír c. ac. del contenido τὸν λόγον Pl.R.336b, cf. Men.Dysc.70, Plu.Alex.68, ταῦτα δὲ ἃ πάμπολυν χρόνον διακήκοα Pl.Ti.26b, τὰ τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ ἀνδρὸς ἔργα X.Oec.11.1, πολλὰ ... μήπω ἡμῖν γιγνωσκόμενα Philostr.VA 4.15, c. gen. del contenido ἔδει αὐτὸν (Δία) καθεζόμενον διακοῦσαι τῶν εὐχῶν Luc.Icar.25, c. gen. de pers. o giro c. παρά o ἐκ: εἴ τινων πολλάκις ἄρα διακήκοας Pl.Plt.264b, διακούσας τῶν ἡγεμόνων τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον Plb.2.4.6, cf. 50.5, ὅτι ... τάχα που καὶ τίτθης διακήκοας Philostr.Im.1.15, τί τε καὶ πῶς καὶ παρὰ τίνων ὡς ἀληθῆ διακηκοὼς ἔλεγεν ὁ Σόλων Pl.Ti.21d, διάκουσον σαφῶς παρὰ τῶν ἐκ Βαβυλῶνος ὃν τρόπον ... Theopomp.Hist.253, ἐξ ὧν ἡμεῖς ἀνέγνωμεν ἢ διηκούσαμεν Plu.Dem.31
en v. med. mismo sent. ἅπαντος τοῦ λόγου διακούσεται Aristid.Or.4.20
c. περί: περὶ τούτων διακούσας D.S.17.107, περὶ τοῦ γάμου σφῶν (τῶν φοινίκων) διακηκοώς, ὅτι ἄγονται ... Philostr.Im.1.9
abs. ὁ δὲ διακούσας παραχρῆμα συνῆγε Plb.1.43.3, cf. Pl.Sph.217b.
2 aprender como discípulo, c. ac. del contenido εἰ γάρ τις διακούσειεν ἅπαντα τὰ περὶ τοὺς λόγους Isoc.15.192, cf. Pl.Prm.126c, c. ac. del contenido y gen. de la pers. o giro c. παρά: τὰ μὲν γεωμετρικὰ Ἀρχύτα διήκουσε D.L.8.86, τάδε παρὰ Τεύκρου ... διήκουσα Architas en D.L.8.82, c. gen. del contenido διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων Plu.Them.29, cf. Eus.Marcell.1.3.5, c. περί y gen., Onesicritus 17b
c. gen. de pers. ser alumno de, asistir a las lecciones de διήκουσε ... Σπευσίππου Vit.Fr.Pap.Phil. en POxy.3656.1, εἴκοσιν ἔτη διήκουσε Σωκράτους D.L.3.6, cf. 4.24, Plu.2.419b
en v. med. mismo sent. οὗ διηκουσάμην Str.14.1.48
abs. εἰς ἐπιθυμίαν ᾔει τοῦ διακοῦσαι ἐναργέστερον Pl.Ep.338e
part. subst. discípulo τινες ... ἦσαν Δίωνός τε ἄττα διακηκοότες Pl.Ep.338d, οἱ Ἐπικούρου διακηκοότες Phld.Cont.fr.107.15, cf. Stoic.Hist.17.10, Arr.An.4.10.1.
3 jur., c. suj. de una autoridad o instancia judicial escuchar los testimonios o realizar una investigación, entender en c. ac. διακούσασα ἡ σύγκλητος τὰ κατὰ μέρος D.S.31.23, διακούσας τὸ ζητούμενον Plu.Tim.38, c. gen. τούτων τῶν λόγων ἑκατέρωθεν διακούσας ὑπὲρ σεαυτοῦ δίκασον Clem.Al.QDS 23.5, c. giro prep. ἡ δὲ σύγκλητος διακούσασα περὶ τούτων Plb.21.24.13
c. gen. de la pers. τῶν πρεσβευτῶν ... διηκούσαμεν ὑπὲρ τῶν κατὰ τὴν χώραν SEG 39.1426.3 (Cilicia III a.C.), cf. IPr.37.20 (II a.C.), ICr.3.4.9.29 (Itanos II a.C.), Nicocl.2, διήκουσε τῶν πρέσβεων ὁ δῆμος D.S.12.33, ἀνακαλεσάμενός μου διάκουσον cítame y escucha mi caso, PCair.Zen.626.11 (III a.C.), (τὸν στρατηγόν) διακοῦσαί μου πρὸς αὐτόν que (el estratego) escuche mis alegaciones contra aquél, PMich.174.18 (II d.C.), cf. PFouad 26.51 (II d.C.), διακούειν τινῶν D.C.55.33.5
tb. en v. med. διακούσομαί σου Act.Ap.23.35
abs. PMich.Zen.57.11 (III a.C.), διακούων ἰδίᾳ D.S.37.22a, cf. I.AI 20.129, διακούετε ἀνὰ μέσον τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν καὶ κρίνατε LXX De.1.16, cf. Ib.9.33.

English (Thayer)

future διακούσομαί; properly, to hear one through, hear to the end, hear with care, hear fully, (cf. διά, C. 2) (Xenophon, Plato, and following): of a judge trying a cause, Deuteronomy 1:16; Dio Cass. 36,53 (36).

Greek Monolingual

διακούω)
1. ακούω κάτι από την αρχή ώς το τέλος
2. παρακολουθώ κανονικά πρόγραμμα διδασκαλίας («διήκουσε τα μαθήματα»)
αρχ.
πληροφορούμαι, μαθαίνω από κάποιον.

Greek Monotonic

διᾰκούω: μέλ. -ακούσομαι, παρακ. -ακήκοα·
I. ακούω εντελώς, ακούω με προσοχή, μέχρι τέλους, τι, σε Ξεν.· ακούω ή πληροφορούμαι, μαθαίνω από κάποιον άλλο, τί τινος, σε Πλάτ.
II. με γεν. προσ., είμαι ακροατήςμαθητής) κάποιου, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-ακούω tot het einde toe aanhoren, blijven luisteren, met acc.:; δ. τὸν λόγον het betoog tot het einde toe aanhoren Plat. Resp. 336b; met gen.:; διακοῦσαι... τῶν μαγικῶν λόγων de leer der magiërs te horen krijgen Plut. Them. 29.6; pregn. toehoorder, leerling zijn:; Ἀντιόχου... διήκουσε hij was leerling van Antiochus Plut. Cic. 4.1; jur. verhoren. NT Act. Ap. 23.35.

Russian (Dvoretsky)

διακούω: (fut. διακούσομαι)
1) выслушивать, слушать или слышать (τι Xen., Plat., Plut., τινός Plat., Polyb. и περί τινος Polyb., Plut.);
2) слушать (в качестве ученика), учиться (τοῦ φιλοσόφου τινός Plut.): τὰ ἰατρικὰ Φιλιστίωνος διήκουσε Diog. L. (Эвдокс) слушал лекции по медицине у Филистиона.

Middle Liddell

fut. -ακούσομαι perf. -ακήκοα
I. to hear through, hear out or to the end, τί Xen.:— to hear or learn from another, τί τινος Plat.
II. c. gen. pers. to be a hearer of, Plut.

Chinese

原文音譯:diakÚomai 笛阿枯哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-聽見
字義溯源:徹底的聽,專心的聽,傾聽,細聽;由(διά)*=通過)與(ἀκουστός / ἀκούω)*=聽見)組成。參讀 (ἀκουστός / ἀκούω)同義字,同源字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 我要細聽(1) 徒23:35