εὐγηρία
English (LSJ)
ἡ,
A green old age, Arist.Rh.1361b26, Stoic.3.24, Plu.2.111b, Cat.Cod.Astr.8(4).167; χλόης Ph.2.163.
German (Pape)
[Seite 1059] ἡ, das glückliche Alter, nach Arist. rhet. 1, 5 βραδυτὴς γήρως μετ' ἀλυπίας; so Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγηρία: ἡ, εὐτυχὲς γῆρας, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· πρβλ. εὐγήρως.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
belle vieillesse.
Étymologie: εὔγηρως.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐγηρία) εύγηρος
τα καλά γεράματα, η καλή φυσική κατάσταση και ευχάριστη διαβίωση τών ηλικιωμένων.
Russian (Dvoretsky)
εὐγηρία: ἡ счастливая, бодрая старость Arst., Plut.