εὔπολις
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A abounding in cities, Poll.9.27.
German (Pape)
[Seite 1089] ιδος, mit vielen, schönen Städten, Poll. 9, 27.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπολῐς: -ιδος, ὁ, ἡ, ἔχων πολλὰς καὶ καλὰς πόλεις, Πολυδ. Θʹ, 27.
Greek Monolingual
εὔπολις, -όλιδος, ὁ, ἡ (Α) πόλις
(για χώρα) αυτός που έχει πολλές και ωραίες πόλεις.