δυσανταγώνιστος

Revision as of 16:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A hard to struggle against, Paus.1.17.6, D.L.2.134, Jul.Or.1.34b.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu bekämpfen, Poll. 3, 141 u. Sp., wie D. L. 2, 134.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαντᾰγώνιστος: -ου, καθ᾿ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἀνταγωνισθῇ τις, Διογ. Λ. 2. 134.

Spanish (DGE)

-ον
1 que es adversario difícil, duro enemigo, difícil de combatir Θησεύς Paus.1.17.6, ἔθνη de celtas y gálatas, Iul.Or.1.34c, en el terreno de la dialéctica, D.L.2.134, παράταξις de una formación de batalla, Gr.Nyss.V.Mos.133.18, en sent. moral, Cyr.Al.M.74.173D, Sch.Pi.O.8.28c, c. dat. ἡ σάρξ ... ταῖς τοῦ πνεύματος ἐπιθυμίαις δ. Cyr.Al.Ep.Fest.1.3.32.
2 adv. -ως en forma difícil de combatir Poll.3.141.

Greek Monolingual

δυσανταγώνιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον ανταγωνιστεί.

Russian (Dvoretsky)

δυσανταγώνιστος: непобедимый, неопровержимый (ἐν τῷ συνθέσθαι Diog. L.).