λευκωματώδης

Revision as of 17:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ες,

   A of the nature of λεύκωμα 11.2, πάθβς Erot. s.v. ἄργεμον.

German (Pape)

[Seite 36] ες, dem weißen Staar ähnlich, Erotian.

Greek (Liddell-Scott)

λευκωματώδης: -ες, (εἶδος) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66.

Greek Monolingual

-ες (Α λευκωματώδης, -ῶδες) λεύκωμα
νεοελλ.
λευκωματούχος
αρχ.
αυτός που πάσχει από λεύκωμα.