συνταρρόομαι

Revision as of 18:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Pass.,

   A to be full ofinterlacing roots, ὥστε συνταρροῦσθαι τὰ χωρία Thphr.CP3.7.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνταρρόομαι: Παθ., πληροῦμαι συμπεπλεγμένων ῥιζῶν, ὥστε συνταρροῦσθαι (κοινῶς φέρεται συνταράττεσθαι) τὰ χωρία Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7.