συνταρρόομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be full ofinterlacing roots, ὥστε συνταρροῦσθαι τὰ χωρία Thphr.CP3.7.7.
Greek (Liddell-Scott)
συνταρρόομαι: Παθ., πληροῦμαι συμπεπλεγμένων ῥιζῶν, ὥστε συνταρροῦσθαι (κοινῶς φέρεται συνταράττεσθαι) τὰ χωρία Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7.