κηρῖτις

Revision as of 21:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(sc. λίθος), ἡ, a precious stone

   A like wax, Plin.HN37.153.

Greek (Liddell-Scott)

κηρῖτις: (δηλ. λίθος), ἡ, πολύτιμός τις λίθος ἔχουσα τὸ χρῶμα τοῦ κηροῦ, Πλίν. 37. 56.

Greek Monolingual

κηρῑτις, -ιδος, ἡ (Α) κηρός
(ενν. λίθος) πολύτιμος λίθος με το χρώμα του κεριού.