λυσσητικός

Revision as of 22:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A driving mad, πρὸς τἀφροδίσια Ael.NA12.10.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσητικός: -ή, -όν, μανιώδης, ὁρμητικός, πρὸς τἀφροδίσια Αἰλ. π. Ζ. 12. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
transporté d’un désir furieux.
Étymologie: λυσσάω.

Greek Monolingual

λυσσητικός, -ή, -όν (Α) λυσσητής
μανιώδης, ορμητικός.