μιαιγαμία

Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A unlawful wedlock, in pl., Suid.

German (Pape)

[Seite 181] ἡ, Befleckung durch Ehe, Blutschande, Suid., nach μιαιφονία gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

μιαιγᾰμία: ἡ, παράνομος γάμος, Καισάριος 920.

Greek Monolingual

μιαιγαμία, ἡ (ΑΜ)
μιαρός, παράνομος γάμος, αιμομιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -γαμία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαιγάμος].