εως, ἡ,
A loud lamentation, Poll.6.201.
[Seite 690] ἡ, das Anrufen, flehentliche Bitten eines Gottes; Poll. 6, 201 nennt das Wort τραχύ.
-άσεως, ἡ, Α ποτνιῶμαισυνοδευόμενη από δάκρυα επίκληση ή ικεσία προς έναν θεό.