κατωπός

Revision as of 10:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

όν, (ὤψ)

   A with downcast looks. Hippiatr.29, 66.

German (Pape)

[Seite 1407] mit niedergeschlagenen Augen, niedergeschlagen, beschämt, Hippiatr., vgl. κατηφής.

Greek (Liddell-Scott)

κατωπός: -όν, (ὤψ) κατηφής, τεθλιμμένος, ὁ καταβάλλων καὶ προσηλῶν τὰ βλέμματα εἰς τὴν γῆν ἐκ λύπης, Ἱππιατρ., πρβλ. κατηφής, κατῶβλεψ.

Greek Monolingual

κατωπός -όν (Μ)
αυτός που κοιτάζει κάτω λυπημένος, κατηφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- -ωπός (< θ. -ωπ- του ὄπ-ωπ-α), πρβλ. αντ-ωπός, εισ-ωπός].