α, ον,
A of a lynx, δέρμα Edict.Diocl.in IG5(1).1115 Aii65 (Geronthrae).
λύγγιος, -ία, -ον (Α) [[[λυγξ]] (I)]αυτός που αναφέρεται στον λύγκα ή προέρχεται από τον λύγκα («δέρμα λύγγιον», Διοκλητ.).