μυξάζω
English (LSJ)
A to be mucous, Sch.Pl.R.343a.
German (Pape)
[Seite 218] schleimig oder rotzig sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυξάζω: ἢ -άω, εἶμαι μυξώδης, ἔχω μύξαν, Σχόλ. εἰς Πλάτ.· ἴδε Bast Ep. Crit. σ. 23.
A to be mucous, Sch.Pl.R.343a.
[Seite 218] schleimig oder rotzig sein, Sp.
μυξάζω: ἢ -άω, εἶμαι μυξώδης, ἔχω μύξαν, Σχόλ. εἰς Πλάτ.· ἴδε Bast Ep. Crit. σ. 23.