σχεδάριον

Revision as of 13:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A sketch, Leont.in Arat.4; rough draft, Eust.961.21; = Lat. recitatum, Lyd.Mag.3.11.

German (Pape)

[Seite 1053] τό, dim. von σχέδη, Täfelchen, kleines Blatt, Buch, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχέδη, Ἐκκλ.· μικρὸν καὶ πρόχειρον σχέδιον Ἐπιφαν. ΙΙ, 832C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 237, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 68C, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μικρό σχέδιο
μσν.
πρόχειρο σχέδιο
αρχ.
συνεκδ. κάθε είδος σύντομου συγγράμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον + υποκορ. κατάλ. -άριον (βλ. λ. σχέδιο)].

Frisk Etymological English

σχέδιον See also: s. zu σχίζω.

Frisk Etymology German

σχεδάριον: σχέδιον
{skhedárion}
See also: s. zu σχίζω.
Page 2,836