σελινοειδής

Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A like celery, Thphr.HP3.12.5.

German (Pape)

[Seite 870] ές, eppichartig, -ähnlich, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σελῑνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σέλινον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5.

Greek Monolingual

-ές, Α
όμοιος με σέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον + -ειδής].