παιδεραστής

Revision as of 13:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A lover of boys, mostly in bad sense, Ar.Ach.265(lyr.), X.An.7.4.7, Pl. Smp.192b, Eub.130, etc.

German (Pape)

[Seite 439] ὁ, der Knaben liebt, Knabenliebhaber, Plat. Conv. 192 b; gew. im schlimmen Sinne, Knabenschänder, Ar. Ach. 264 u. Sp., wie Luc. Vit. auct. 15. Auch vom Delphin, Ath. XIII, 606 e.

Greek (Liddell-Scott)

παιδεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐραστὴς παίδων, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 265, Πλάτ. Συμπ. 192Β, κτλ.˙ - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui aime les jeunes garçons en mauv. part PLAT, AR.
Étymologie: παῖς, ἐράω.

Greek Monolingual

ο (Α παιδεραστής)
αυτός που έχει ομοφυλοφυλικές σχέσεις με παιδιά, ιδίως με αγόρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ἐραστής.

Greek Monotonic

παιδεραστής: -οῦ, ὁ, εραστής παιδιών, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδεραστής -οῦ, ὁ [παῖς, ἐράω] pederast.

Russian (Dvoretsky)

παιδεραστής: οῦ ὁ любитель мальчиков Plat., Arph., Xen.

Middle Liddell

παιδ-εραστής, οῦ, ὁ,
a lover of boys, Ar., Plat.