παθικός

Revision as of 13:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A remaining passive: hence Lat. pathicus, i.e. qui muliebria patitur, Juv.2.99, etc.

German (Pape)

[Seite 437] sich leidend verhaltend, der unnatürliche Unzucht mit sich treiben läßt, Martial.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰθικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων ἑαυτόν τινι πρὸς ἀσέλγειαν , κίναιδος, τὸ Λατ. pathicus, δηλ. ὁ πάσχων γυναικεῖα, Joven. 2, 99. Martial.

Greek Monolingual

παθικός, -ή, -όν (Α) πάθος
αυτός που συμπεριφέρεται με παθητικό τρόπο σε ερωτική συνεύρεση, που προσφέρει τον εαυτό του σε ασέλγεια, ο κίναιδος.