τρίλοφος
English (LSJ)
ον,
A with three crests, κράνος Polyaen.8.59. II with three peaks or points, Nonn. D.6.124.
German (Pape)
[Seite 1144] mit drei Helmbüschen, übh. mit drei Erhöhungen, Spitzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρίλοφος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς λόφους, ἐπὶ κράνους, τῆς Ἀθηνᾶς ἡ ἱέρεια... πανοπλίαν ἔχουσα καὶ τρίλοφον κράνος Πολύαιν. 8. 59. ΙΙ. ὁ ἔχων τρεῖς κορυφὰς ἢ ἄκρας, Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην Νόνν. Δ. 6. 124.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για περικεφαλαία) αυτός που έχει τρία λοφία
2. αυτός που έχει τρεις κορυφές ή άκρες («Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην», Νoνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λόφος (πρβλ. ἑπτά-λοφος)].