ἀμβλωτικός

Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A producing abortion, φάρμακα Gal.17(1).799.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλωτικός: -ή, -όν, = κατάλληλος ὅπως προκαλέσῃ ἀποβολὴν ἐμβρύου, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ή, -όν medic. abortivo φάρμακα Gal.17(1).799.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμβλωτικός, -ή, -όν) ἀμβλῶ
αυτός που προκαλεί άμβλωση ή χρησιμοποιείται σ' αυτήν.