ἐξιθύνω

Revision as of 15:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A make straight, στάθμη δόρυ νήϊον Il.15.410; εἰ ἱκανῶς ἐξίθυνται Hp.Fract.3, cf. Art.42.    2 direct aright, πηδάλιον A.R.1.562.

German (Pape)

[Seite 882] ganz gerade machen, στάθμῃ δόρυ νήϊον Il. 15, 410; πηδάλια, lenken, Ap. Rh. 1, 562.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑθύνω: ποιῶ τι ἴσον, στάθμῃ δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Ἰλ. Ο. 410· εἰ ἱκανῶς, ἐξίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 752, πρβλ. π. Ἄρθρ. 808. 2) διευθύνω, τεχνηέντως πηδάλι’ ἀμφιέπεσκ’, ὄφρ’ ἔμπεδον ἐξιθύνοι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 562.

French (Bailly abrégé)

redresser, rendre tout à fait droit.
Étymologie: ἐξ, ἰθύνω.

Greek Monolingual

ἐξιθύνω (Α)
1. ισιώνω
2. διευθύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιθύνω (< ιθύς, παράλλ. τ. του ευθύς)].

Greek Monotonic

ἐξῑθύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι ευθύ, ισιώνω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξῑθύνω: выпрямлять, делать прямым, выравнивать (δόρυ νήϊον Hom.).

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to make straight, Il.