ἐπαρτίζω

Revision as of 15:13, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A get ready, in Ep. aor. ἐπαρτίσσειεν A.R.1.1210:—Med., c. inf., ib.877.    II intr., fit in, ἐς τὸν μυκτῆρα Hp.Morb.2.33.

German (Pape)

[Seite 905] bereiten, zurüsten; πάντα ἐπαρτίσσειεν Ap. Rh. 1, 1210; im med., 1, 877.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρτίζω: ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, πάντα... ἐπαρτίσσειεν ἰόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1210. - Μέσ. μετ’ ἀπαρ., ἐπαρτίζοντο νέεσθαι, παρεσκευάζοντο νά.., αὐτόθι 877.

Greek Monolingual

ἐπαρτίζω (Α)
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω
2. μέσ. επαρτίζομαι (με απρμφ.) ετοιμάζομαι
3. (αμτβ.) προσαρμόζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρχίζω «κοσμώ, παρασκευάζω»].