ἐπικολλαίνω
English (LSJ)
A smear on, πηλόν τινι Thphr.CP1.6.6.
German (Pape)
[Seite 951] = Folgdm, Theophr., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικολλαίνω: ἐπικολλῶ, προσκολλῶ, πηλὸν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 6.
Greek Monolingual
ἐπικολλαίνω (Α) κόλλα
προσκολλώ πάνω σε κάτι, επικολλώ («πηλὸν ἐπικολλαίνουσι», Θεόφρ.).