ὑπόπικρος

Revision as of 15:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A somewhat bitter, Diocl.Fr.43, Thphr.HP3.11.4, 9.11.3, al., Gal.6.612.

German (Pape)

[Seite 1228] etwas bitter; Diphil. bei Ath. III, 91 b; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόπικρος: -ον, ὀλίγον πικρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11. 4., 6. 4, 10, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ὑποπίκρως, πικρῶς πως, Εὐστάθ. ἐν Mi. pa. gr. τ. 136, σ. 489.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόπικρος, -ον, ΝΑ πικρός
ο κάπως πικρός, πικρούτσικος.
επίρρ...
ὑποπίκρως Μ
κάπως πικρά.