ὑποπόρφυρος
English (LSJ)
ον,
A somewhat purple, χρῶμα Arist.HA616a15; ῥόδον AP5.83; ἄνθη Dsc. 3.7.
German (Pape)
[Seite 1229] etwas purpurfarbig; Anacr. 15, 30; ῥόδον Ep. ad. 58 (V, 84).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπόρφῠρος: -ον, ὀλίγον πορφυροῦς, ὑποπόρφυρον χρῶμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1· ῥόδον Ἀνθ. Π. 5. 84.
Greek Monolingual
-ον, Α πορφυρός
λίγο πορφυρός, κοκκινωπός.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπόρφῠρος: почти пурпурный, близкий к пурпурному (χρῶμα Arst.; ῥόδον Anth.).