χλόος

Revision as of 15:24, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A greenish-yellow or light green colour: hence, pallor, χ. εἷλε παρειάς A. R.2.1216, cf. 3.298, Nic.Al.570, 579; δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χ. Call.Aet.3.1.12; contr. χλοῦς Hp. ap. Gal.19.155.

German (Pape)

[Seite 1359] ὁ, zsgzgn χλοῦς, die grüngelbe od. hellgrüne Farbe, Theophr.; übh. = χλόη, Ap. Rh. 3, 297. 4, 1279; Nic. Al. 583. 592.

Greek (Liddell-Scott)

χλόος: συνῃρ. χλοῦς, ὁ, χρῶμα πρασινοκίτρινον ἢ ὑποπράσινον, χλωρίασις, ὠχρότης, πολέεσσι δ’ ἐπὶ χλόος εἷλε παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1216˙ ἁπαλὰς δὲ μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον Γ. 298, Νικ. Ἀλεξιφ. 583, 592.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
couleur d’un vert tendre ou jaunâtre.
Étymologie: χλόη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χλοῡς.