ἀρκυωρός

Revision as of 15:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A watcher of nets, Cratin.79, X.Cyn.6.5, Lycurg.Fr.79, Poll.5.17, etc.

German (Pape)

[Seite 354] ὁ, Netzwächter, beim Netz auf den Fang lauernd, Xen. Cyn. 6, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκυωρός: ὁ (οὗρος), ὁ τῶν ἀρκύων φύλαξ, Ξεν. Κυν. 6. 5, κλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gardien des filets.
Étymologie: ἄρκυς, οὖρος.

Spanish (DGE)

(ἀρκῠωρός) -οῦ, ὁ

• Alolema(s): ἁρκ- Themist.Ep.8
vigilante de las redes, cazador Cratin.84, X.Cyn.6.5, Lycurg.Fr.86, Poll.5.17, Ael.NA 8.2, fig. Themist.l.c.

Greek Monolingual

ἀρκυωρός, ο (Α)
ο φύλακας των διχτυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -ωρος < wōro- < ορώ (-άω). Το -ω- του τύπου αναλογικά προς το θυρωρός.

Greek Monotonic

ἀρκῠωρός: ὁ (οὖρος), αυτός που παραφυλάει τα δίχτυα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀρκῠωρός: ὁ стерегущий сеть, т. е. следящий за уловом Xen.

Middle Liddell

οὖρος
a watcher of nets, Xen.