θυρευτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A door-keeper, Gloss. (dub.).
Greek Monolingual
θυρευτής, ὁ (Α)
θυρωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θυρεύω].
οῦ, ὁ,
A door-keeper, Gloss. (dub.).
θυρευτής, ὁ (Α)
θυρωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θυρεύω].