θεριστήριον
English (LSJ)
τό,
A reaping-hook, LXX 1 Ki.13.20 (v.l. θέριστρον), Max.Tyr.30.6.
Greek (Liddell-Scott)
θεριστήριον: τό, θεριστικὸν ὄργανον, δρέπανον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 20, διάφ. γραφ. θέριστρον), Μάξ. Τύρ. 30. 6.
τό,
A reaping-hook, LXX 1 Ki.13.20 (v.l. θέριστρον), Max.Tyr.30.6.
θεριστήριον: τό, θεριστικὸν ὄργανον, δρέπανον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 20, διάφ. γραφ. θέριστρον), Μάξ. Τύρ. 30. 6.