μακροτράχηλος

Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

[τρᾰ], ον,

   A long-necked, AP5.134, Str.17.3.19 (Comp.), D.S.2.50, Gal.2.429 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, Ἀνθ. Π. 5. 135, Διόδ. 2. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au long cou.
Étymologie: μακρός, τράχηλος.

Greek Monolingual

μακροτράχηλος, -ον (AM, Μ και μακρυτράχηλος)
αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.

Greek Monotonic

μακροτράχηλος: -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μακροτράχηλος: (ρᾰ)
1) с длинной шеей (κάμηλος Diod.);
2) с длинной шейкой, длинногорлый (sc. λάγυνος Anth.).

Middle Liddell

μακρο-τράχηλος, ον
long-necked, Anth.