στομαλγία

Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ἡ,

   A soreness of the mouth, ibid.: metaph., mouth-plague, i.e. incessant chattering, Id.2.101.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ, eigtl. Mundschmerz, übertr. Geschwätzigkeit, freches, zügelloses Reden, Poll. 2, 101.

Greek (Liddell-Scott)

στομαλγία: ἡ, (ἄλγος) ἄλγος τοῦ στόματος, Πολυδ. Δ΄, 185· - μεταφορ., ἀχαλίνωτος φλυαρία, ὁ αὐτ. Β΄, 101. - Πρβλ. γλώσσαλγος. (στόμαργος, στομαργία, στομαργέω εἶναι πιθαν. ἁπλῶς Ἀττ. τύποι ἀντὶ στομαλγ-, ἴδε Pott Et. Forsch. 2. 98).

Greek Monolingual

και στοματαλγία, η, ΝΜΑ στομαλγῶ
επώδυνη στοματίτιδα
μσν.-αρχ.
μτφ. ακατάσχετη φλυαρία.