ἐρυθροβαφής

Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ές,

   A red-dyed, Eust.6.8.

German (Pape)

[Seite 1036] ές, rothgefärbt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροβαφής: -ές, κοκκινοβαμμένος, Εὐστ. 6. 8.

Greek Monolingual

-ές (Μ ἐρυθροβαφής, -ές)
βαμμένος με κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -βαφής < βαφή.