(βουνός)
A heap up, pile up, LXX Ru.2.14,16.
[Seite 458] aufhäufen, LXX.
βουνίζω: (βουνὸς) ἐπισωρεύω, Ἑβδ. (Ρούθ, Β΄, ιδ΄, 16).
amontonar, ἄλφιτον LXX Ru.2.14, cf. 16.
βουνίζω (Α) βουνόςσωρεύω.