κρικοειδής

Revision as of 18:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

English (LSJ)

ές,

   A ring-shaped, annular, Gal.14.715, Placit.1.3.18.

German (Pape)

[Seite 1509] ές, kreisförmig; ἀτόμων σχήματα Plat. plac. phil. 1, 3 g. E.

Greek (Liddell-Scott)

κρικοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κρίκου, Γαλην. 14, 715, Πλούτ. 2. 877Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de cercle.
Étymologie: κρίκος, εἶδος.

Greek Monolingual

ές (Α κρικοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κρίκου («κρικοειδής χόνδρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ειδής (< εἶδος)].

Russian (Dvoretsky)

κρῐκοειδής: кругообразный, округлый или кольцевидный (ἀτόμων σχήματα Plut.).