ὑποληπτέον

Revision as of 15:05, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

(ὑπολαμβάνω)

   A one must suppose, understand, regard, τἆλλα . . τὸν αὐτὸν τρόπον ὑ. Pl.Tht.156e; οὕτως ὑ. περί τινος Id.R. 613a: c. inf., Arist.PA648a14; τίνα . . ἔχον δύναμιν αὐτὸ ὑ.; Pl.Ti. 49a.    II one must answer, Eust.1172.26.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποληπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὑπολαμβάνω, πρέπει τις νὰ ὑποθέσῃ, ὑπολάβῃ, ἐννοήσῃ, νομίσῃ περί τινος, τἆλλα... τὸν αὐτὸν τρόπον ὑπ. Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· οὕτως ὑπ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 613Α· μετ’ ἀπαρ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 2. 2, 8· τίνα... ἔχον δύναμιν ὑπ.; Πλάτ. Τίμ. 49Α. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἀποκριθῇ Εὐστ. 1172. 26.

Greek Monotonic

ὑποληπτέον: ρημ. επίθ. του ὑπολαμβάνω, αυτό που πρέπει να υποτεθεί, να γίνει αντιληπτό, κατανοητό, αυτό που πρέπει να ληφθεί υπ' όψη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποληπτέον: adj. verb. к ὑπολαμβάνω.